- στόχασις
- στόχ-ᾰσις, εως, ἡ,= στοχασμός, Pl.Phlb. 62c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στόχασιν — στόχασις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόχαση — η / στόχασις, άσεως ΝΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. 1. σκέψη, νους («δεν ήρθε στη στόχασή μου) 2. περίσκεψη, φρόνηση («μιλάει χωρίς στόχαση») αρχ. 1. το να σημαδεύει κανείς κάτι, σκόπευση 2. (κατ επεκτ.) πρόθεση, επιδίωξη 3. εικασία, δοξασία … Dictionary of Greek
στοχάσεως — στοχάσεω̆ς , στόχασις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχάσῃ — στοχάσηι , στόχασις fem dat sg (epic) στοχάζομαι aim aor subj mp 2nd sg στοχάζομαι aim fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)